Είναι δυνατό να γνωρίζει κάποιος άλλος, καλύτερα από μένα;
Αυτή είναι μια ερώτηση, που απευθύνουμε στον εαυτό μας. Από τη μια πλευρά, δεν είναι εντελώς λανθασμένη. Γνωρίζουμε όμως το εύρος των δυσκολιών μας; Γνωρίζουμε το μέγεθος των δυνατοτήτων μας; Ας μην ξεχνάμε ότι, ιδιαίτερα, κάτω από πιεστικές καταστάσεις, δύσκολα καταφέρνουμε να έχουμε συνείδηση της πραγματικότητας και του εαυτού μας.
Συνήθως, όταν κάποιος αποφασίζει να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, έχει δοκιμάσει μόνος του, όλους τους τρόπους που γνωρίζει, για να χειριστεί την κατάσταση. Έχει καταφύγει στο ίντερνετ, έχει διαβάσει βιβλία σχετικά με το θέμα που τον απασχολεί, έχει μιλήσει σε κάποιον φίλο, άκουσε κάποιον ειδικό στην τηλεόραση, «έκλεψε» ιδέες από μια ταινία, έκανε χαλαρωτική γυμναστική, κατέφυγε σε εναλλακτικές ιατρικές, μπορεί να πήρε φάρμακα. Αλλά το αίσθημα της αποτυχίας, της δυστυχίας ή του εγκλωβισμού, επιμένει. Μάλιστα, οι αλλεπάλληλες προσπάθειες, που δε φέρνουν βελτίωση, κάνουν ακόμα δυσκολότερη την κατάσταση, μετά από αυτές τις συνεχείς ματαιώσεις.
Δεν είναι αλήθεια ότι έχει καταρρεύσει όλος ο εαυτός. Ακόμα κι αν έτσι μοιάζει.
Η κούραση που δημιουργεί η μακρόχρονη προσπάθεια, για να ξεπεραστεί μια δυσβάσταχτη ψυχική κατάσταση, αποδυναμώνει, εγκαθιστά μέσα μας τη βεβαιότητα, ότι ήμαστε αδύναμοι και πιθανόν, φτωχοί σε ψυχικά «εργαλεία». Εάν μάλιστα, θέσουμε τον εαυτό μας σε κάποια διαδικασία σύγκρισης, («αυτός πώς το κατάφερε; Εγώ γιατί δεν μπορώ;») τότε τα πράγματα γίνονται πραγματικά απελπιστικά.
Είμαστε φτιαγμένοι από πολλά «υλικά». Μόνο που δεν έχουμε τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουμε. Έχουμε ικανότητες ξεχασμένες ή ακαλλιέργητες. Σε μια προσπάθεια να απλοποιήσω τη θεωρία, θα έλεγα ότι η ψυχοθεραπευτική δουλειά, περιέχει και μια διάσταση «εκγύμνασης». Ανασύρουμε τα επωφελή στοιχεία, τα ενδυναμώνουμε και με αυτά συνεχίζουμε.
3054